ιστοκαλλιέργεια

ιστοκαλλιέργεια
η
βιολογική τεχνική που συνίσταται στην αφαίρεση, από ζώα ή φυτά, μικρών τμημάτων ιστού και στην τοποθέτησή τους σε ένα θρεπτικό μέσο, όπου μπορούν να επιβιώσουν έξω από τον οργανισμό από τον οποίο προέρχονται και η οποία χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. tissue-culture].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • κυτταροκαλλιέργεια — η η ιστοκαλλιέργεια* κατά την οποία χρησιμοποιείται ορισμένος πληθυσμός κυττάρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”