- ιστοκαλλιέργεια
- ηβιολογική τεχνική που συνίσταται στην αφαίρεση, από ζώα ή φυτά, μικρών τμημάτων ιστού και στην τοποθέτησή τους σε ένα θρεπτικό μέσο, όπου μπορούν να επιβιώσουν έξω από τον οργανισμό από τον οποίο προέρχονται και η οποία χρησιμοποιείται για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. tissue-culture].
Dictionary of Greek. 2013.